- φερετζές
- ο паранджа; чадра
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
φερετζές — ο, Ν 1. (στους Τούρκους και γενικά στους μουσουλμάνους) γυναικείο εξωτερικό ένδυμα στο πάνω μέρος τού οποίου εφαρμόζεται η καλύπτρα τού προσώπου 2. η ίδια η καλύπτρα τού προσώπου 3. παροιμ. «όλα τά χει η Ζαφειρίτσα [ή η Μαριορή], ο φερετζές τής… … Dictionary of Greek
φερετζές — ο πληθ. έδες (λ. τουρκ.), το εξωτερικό φόρεμα των μουσουλμάνων γυναικών και ιδίως η καλύπτρα του κεφαλιού και του προσώπου, που αποτελούσε τμήμα του όλου φορέματος: Όλα τα χει η Μαριορή, ο φερετζές της λείπει (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… … Dictionary of Greek
γιασμάκι — το (λ. τουρκ.), καλύπτρα με την οποία οι μουσουλμάνες σκέπαζαν το πρόσωπό τους, φερετζές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλύπτρα — η τεμάχιο υφάσματος με το οποίο καλύπτουν οι γυναίκες το κεφάλι ή το πρόσωπο, κεφαλοπάνι, φερετζές: Τι τη φορείς αυτήν την καλύπτρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)